Mοιράζομαι όμορφες σκέψεις, εικόνες, ήχους, που διάβασα, είδα, αφουγκράστηκα αλλού και καταθέτω εδώ...



Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Ὅταν μιὰν ἄνοιξη - Μ.Αναγνωστάκης

( Φωτογραφία: Σταυρούλα Κ.)

''Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη,
πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας

Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε..''

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Οι Μακαρισμοί του Κυρίου...



«Ιδών δε ο Κύριος τους όχλους ανέβη είς το όρος, και καθίσαντος αυτού προσήλθον αυτώ οι μαθηται αυτού, και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν αυτούς λέγων·
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών.
Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται.
Μακάριοι οί πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν.
Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται.
Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται.
Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται·
Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών.
Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν υμάς και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’  υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού.
Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς· ούτω γαρ έδιωξαν τους προφήτας τους προ υμών».

Μετάφραση:

Όταν είδε ο Ιησούς τα πλήθη του λαού, ανέβηκε στο όρος. Και όταν κάθισε, ήλθαν οι μαθητές αυτού κοντά του. Τότε άνοιξε το στόμα του και άρχισε να τους διδάσκει λέγοντας:
Μακάριοι είναι οι απλοί και ταπεινόφρονες, γιατί σ' αυτούς ανήκει η Βασιλεία των ουρανών.
Μακάριοι είναι εκείνοι, που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν.
Μακάριοι είναι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη.
Μακάριοι είναι εκείνοι που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορτάσουν.
Μακάριοι είναι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν.
Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό.
Μακάριοι είναι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα ονομαστούν παιδιά του Θεού.
Μακάριοι είναι εκείνοι, που καταδιώκονται για χάρη της δικαιοσύνης, γιατί σ' αυτούς ανήκει η Βασιλεία των ουρανών.
Μακάριοι θα είστε, όταν θα σας βρίσουν και σας καταδιώξουν και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο, λέγοντας ψέματα εξαιτίας μου.
Τότε να χαίρεστε και να αγαλλιάστε, γιατί η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς. Έτσι ακριβώς κυνήγησαν τους προφήτες, που έζησαν πριν από σας.

(Ματθαίου κεφ. ε' στίχοι 1-12)

Ποιά παρηγοριά μεγαλύτερη απο αυτή...;;

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

''Να βγάλουμε τη ψυχή μας από το μπαούλο..!''




Υπάρχει ελπίδα;

«Το είπα και στην αρχή. Η μόνη ελπίδα μας είναι να βγάλουμε την ψυχή μας από το "μπαούλο". Μόνο έτσι θα μπει φρένο στο τρεχαλητό του μυαλού μας. Το μυαλό είναι ένα σκυλί που αν δεν το δέσεις από την ψυχή ικανοποιεί τις επιθυμίες του όπως τα ζώα. Αρα οδηγεί τον άνθρωπο με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον θαυμαστό κόσμο των ζώων. Με ρωτήσατε αν υπάρχει ελπίδα... Ναι, υπάρχει ελπίδα, αρκεί να πονέσουμε ξανά»!

Octavio Paz

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Στο άλογό μου...

Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου,

κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν' αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι...

Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.

Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...

Κούδεσι, Μάρτης 1941
Νίκος Καββαδίας

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Ερωταποκρίσεις...



-Ποια είν' η γλώσσα που μιλάς, θάλασσα εσύ;
-Η γλώσσα των αιώνιων ερωτήσεων.
-Και σε ποια γλώσσα απαντάς, ουρανέ;
-Στη γλώσσα της ατέλειωτης σιγής.

(R.Tagore)

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Στο υπόγειο του ''αντι-ήρωα''...

‘’ Και τί με νοιάζει στ’ αλήθεια αν δεν καταλαβαίνεις τίποτε από όλ’ αυτά ; Τι με νοιάζεις εσύ, αν θα χαθείς ή όχι εκεί κάτω; Το καταλαβαίνεις πόσο θα σε μισήσω τώρα, επειδή βρέθηκες εδώ και άκουσες; Γιατί ο άνθρωπος μια φορά μόνο στη ζωή του μπορεί ν’ ανοίξει έτσι την καρδιά του.
...
Τί άλλο θέλεις; Γιατί μετά απ’όλ’αυτά μένεις έτσι καρφωμένη εκεί για να με τυραννάς; Γιατί δε φεύγεις;’’ Τότε έγινε κάτι παράξενο.....
Η Λίζα, προσβεβλημένη κι εξευτελισμένη από μένα, κατάλαβε πολύ περισσότερα απ’ όσα περίμενα. Κατάλαβε εκείνο που μια γυναίκα καταλαβαίνει αμέσως όταν αγαπά ειλικρινά: πως ήμουν δυστυχισμένος. Η τρομαγμένη και προσβλημένη έκφραση του προσώπου της άλλαξε κι έγινε πονεμένη και γεμάτη έκπληξη. Τη στιγμή που έλεγα ότι ήμουν τιποτένιος και άνανδρος, το πρόσωπό της έτρεμε συσπασμένο. Θέλησε να σηκωθεί, να με κάνει να σωπάσω, κι όταν είχα τελειώσει, δεν πρόσεξε καθόλου τις φωνές μου:
’’Γιατί στέκεσαι εκεί; Γιατί δεν φεύγεις;’’
Αλλά κι αυτό-με μεγάλο πόνο ίσως-κατόρθωσα να το πω. Κι έπειτα ήταν τόσο ταπεινή η φτωχούλα. Νόμιζε τον εαυτό της απείρως κατώτερο από μένα. Μπορούσε να θυμώσει, να προσβληθεί;
Πετάχτηκε άξαφνα από το κάθισμά της από μιαν ακατανίκητη ορμή , και γέρνοντας πάνω μου, μην τολμώντας όμως από δειλία να κινηθεί, μου άπλωσε τα χέρια. Η καρδιά μου έγινε άνω κάτω. Ρίχτηκε τότε πάνω μου, μ’ αγκάλιασε απ’ το λαιμό με τα μπράτσα της κι αναλύθηκε σε δάκρυα. Δεν κατόρθωσα ούτε εγώ να κρατηθώ και ξέσπασα σε κλάματα, όπως ποτέ άλλοτε.
...
Δε θα σε συγχωρήσω ούτε για τα δάκρυά μου πριν λίγο, που δεν μπόρεσα να τα συγκρατήσω μπροστά σου, σαν καμιά καλή γυναικούλα πάνω στην ταραχή της. Μάλιστα, εσύ, εσύ μονάχα, είσαι υπεύθυνη για όλ’ αυτά, γιατί βρέθηκες εδώ, γιατί είμαι δειλός, γιατί είμαι ο πιο τιποτένιος, ο πιο γελοίος, ο πιο μίζερος, ο πιο ανόητος, ο πιο φθονερός απ’ όλα τα σκουλήκια της γης, που είναι καλύτερά μου επειδή δε δειλιάζουν ποτέ.
...

Η προσβολή είναι ένας εξαγνισμός , είναι ο πιο οδυνηρός και ο πιο καυτερός πόνος για να γνωρίσει κανείς τη πραγματικότητα. Αύριο θα λέρωνα την ψυχή της και θα κούραζα την καρδιά της. Μα η προσβολή δε θα σβήσει ποτέ από μέσα της , κι όσο και να είναι βρόμικη η λάσπη που την περιμένει, η προσβολή θα την εξυψώσει , θα την εξαγνίσει... με το μίσος.. Ίσως και με τη συγνώμη... Μα θα την ανακουφίσει αυτό; Αλήθεια, θέτω ένα μάταιο ερώτημα:τί είναι προτιμότερο; Η μέτρια ευτυχία ή ο υψηλός πόνος;
...
Σ’ όλη μου τη ζωή δεν μπόρεσα να αναπαραστήσω αλλιώτικα την αγάπη , και κατέληξα μάλιστα να πιστεύω καμιά φορά τώρα ότι αγάπη θα πει να έχεις το δικαίωμα να τυραννάς εκείνον που αγαπάς. Στα ονειροπολήματά μου κάτω στο υπόγειο φανταζόμουν τον έρωτα σα μια πάλη που αρχίζει από το μίσος και καταλήγει στην ηθική του υποταγή: δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα’ κανα κατόπιν το υποταγμένο πια αντικείμενο της αγάπης μου. Τι το απίστευτο σ’ αυτό , αφού ήμουν πια ψυχικά διεφθαρμένος;
Είχα ξεσυνηθίσει την πραγματική ζωή τόσο, ώστε να κατηγορώ το κορίτσι αυτό και να το ντροπιάζω πού ήρθε να ακούσει από μένα λόγια τρυφερά. Δεν είχα μαντέψει ότι δεν είχε έρθει καθόλου γι’ αυτό, αλλά για ν’ αγαπήσει, γιατί η αγάπη είναι η ανάταση της γυναίκας, η αναγέννηση, η σωτηρία, αδιάφορο απο ποιό χαμό: και πως δε μπορεί να ολοκληρωθεί αλλιώτικα.
Άλλωστε, δε τη μισούσα πια τόσο πολύ καθώς βημάτιζα πάνω κάτω στο δωμάτιο και κοίταζα από τη χαραμάδα του παραβάν. Μου ήταν απλώς ανυπόφορο το γεγονός ότι ήταν ακόμη εκεί. Ήθελα ‘’να μ’ αφήσει ήσυχο’’, ήθελα να μείνω μόνος στη τρύπα μου. ‘’Η πραγματική ζωή’’ , επειδή την είχα ξεσυνηθίσει, με πίεζε τόσο, που ανάσαινα με δυσκολία…

''Το υπόγειο'' - Φ.Ντοστογιέφσκι

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Ως πότε;


Διαβάζοντας σήμερα την ''Αναφορά στον Γκρέκο'' του Ν.Καζαντζάκη, έμεινα για ώρα να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω το παρακάτω απόσπασμα.. Το μοιράζομαι μαζί σας:

''-Έφτασα ως την άκρα. και στην άκρα του κάθε δρόμου βρήκα την άβυσσο.

Βρήκες την αναξιότητά σου να πας πιο πέρα! Άβυσσο λέμε ό,τι δεν μπορούμε να γεφυρώσουμε. Δεν υπάρχει άβυσσος, δεν υπάρχει άκρα. Υπάρχει μονάχα η ψυχή του ανθρώπου , κι αυτή δίνει ονόματα στα πάντα, σύμφωνα με την αντρεία ή την αναντρία της.

......................
-Θα με ακούς πάντα, σε κάθε σου φυγή.
-Ποτέ δεν έφυγα. Πάντα προχωρώ, παρατώντας ό,τι αγάπησα και ξεσκίζεται η καρδιά μου.
-Ώς πότε;
-Ως να φτάσω στην κορφή μου. Εκεί θ'αναπαυτώ.
-Κορφή δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα αγώνας. Τί γουρλώνεις τα μάτια ξαφνιασμένος; Ακόμα δε με γνώρισες; Θαρρείς πως είμαι η φωνή του Θεού; Όχι, είμαι η φωνή σου. Ταξιδεύω  πάντα μαζί σου , δε σε αφήνω. Αλίμονο να σε άφηνα μονάχο! Μιά φορά, όταν πάλι πετάχτηκα θυμωμένη από το σπλάχνο σου, μου'δωκες ένα όνομα και το κρατώ, μου αρέσει. Είμαι η Τίγρη η Συνταξιδιώτισσα.''

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Η ευλογία της έλλειψης

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου 'χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να 'ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

''Αν δε μου'δινες ποίηση Κύριε..''

''Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
... ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.''

Ν.Βρεττάκος

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

''Εξακολουθώ να ξέρω ποιά είναι''...

Ήταν πρωί, περίπου 8:30, όταν ένας ηλικιωμένος περίπου 80 χρονών, με ράμματα στον αντίχειρά του, έφτασε στο νοσοκομείο. Είπε ότι ήταν βιαστικός, και ότι είχε ένα άλλο ραντεβού στις 9:00. Η νοσοκόμα  τον είδε να κοιτάει επίμονα το ρολόι του και επειδή δεν ήταν και πολύ απασχολημένη αποφάσισε να δει τη πληγή του.  Ενώ του φρόντιζε τα ράμματα, τον ρώτησε αν είχε άλλο ραντεβού με γιατρό σήμερα. Ο ηλικιωμένος είπε πως δεν είχε ραντεβού με γιατρό,αλλά έπρεπε να πάει στο γηροκομείο για να φάει πρωινό με τη σύζυγό του.
Η νοσοκόμα τον ρώτησε σε τι κατάσταση ήταν η υγεία η σύζυγός του.Ο ηλικιωμένος απάντησε ότι η γυναίκα του ήταν θύμα της νόσου Alzheimer. Της είπε ακόμα ότι η γυναίκα του δεν ήξερε ποιος ήταν και ότι δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει τα τελευταία 5 χρόνια.
Η νοσοκόμα έμεινε έκπληκτη, και τον ρώτησε, «Και γιατί συνεχίζεις και πας κάθε πρωί, αφού δεν ξέρει ποιος είσαι;»
Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε, χάιδεψε το χέρι της νοσοκόμας και είπε:
«Δεν με γνωρίζει, αλλά εγώ εξακολουθώ να ξέρω ποια είναι.»

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Η γλύκα του έρωτα μέσα απο μια μαντινάδα...


Όταν ένας άντρας πραγματικά αγαπάει μία γυναίκα .... :-)

''η σκοτεινιά που εβούλιαξα , δεν σου ταιριάζει εσένα,
που όταν η μέρα χάραζε, τα κάλλη σου πληθαίναν..

όταν ξεπλέκεις τα μακριά μαλλιά, μπρος στο καντήλι,
μεσονυχτίς ήλιος λαμπρός, θαρρώ πως θ'ανατείλλει..

είπες φοβάσαι ν'αγαπάς, τα πάθη θα σε κάψουν
και γίναν αύρα δροσερή, και χόρεψαν μπροστά σου..

πού θες να πας καρδούλα μου, σε ποιά μεριά του κόσμου,
εγώ κλείνω τα μάτια μου, κι όλος είναι δικός μου..

μη μου μιλάς για του καιρού, τα όμορφα , τα μεγάλα,
και πριν γεννηθώ στον έρωτα, πέθανα για όλα τ'άλλα..

πάρε τη ζωή μου , πάρ'τηνε και τίποτα μη δώσεις,
κρίματα αν έχεις πάνω μου, τα παίρνω ν'αλαφρώσεις..

το βλέμμα μου στα μάτια σου, σ'εφτά βυθούς βουλιάζει,
σαν του καθρέφτη το γυαλί, που άλλο γυαλί κοιτάζει..

μπορεί τα χάδια σου κακό, μου'μελλαν να μου κάμουν,
που σ'είχα και που σ'έχασα, πληθαίνει η μοναξιά μου...

αχ ινα σε ξανάβλεπα, στ'απόφεγγο της δύσης,
να κατεβαίνεις τα σκαλιά, να με καλοσωρίσεις..

που'σαι να δεις το δάκρυ μου, που το'να σπρώχνει τ'άλλο,
πόσες φορες αστόχησα, κι ακόμα πόσες σφάλλω..''

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Κάποτε-Τάσος Λειβαδίτης

Κάποτε, καθώς φεύγεις
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη
θα σου 'τυχε ν' ακούσεις ξαφνικά από 'να παράθυρο
ένα πιάνο να παίζει.
Ίσως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια
να παίζουν αυτόν τον λυπημένο σκοπό
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν.
Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο
ακούγοντας κάτω απ' τη βροχή-
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου.
Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα
τα παιδικά σου χρόνια
οι χαμένοι έρωτες
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου -
να πολεμήσουν
μαζί σου.

Τάσος Λειβαδίτης

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Η φύση διδάσκει...


Παρατηρώντας ο άνθρωπος τη φύση, μπορεί να δει τη απέραντη ομορφιά που την τυλίγει,
την σοφία, την απλότητα της ζωής...
Μια γλυκιά καλημέρα σε όλους!!

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Ζητείται Ελπίς

Οταν μπήκε στο καφενείο, κείνο τό απόγεμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ' ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που εβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σε αλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.
Ηρθε ο καφές. Αναψε τσιγάρο, ηπιε δυό γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.
Καινούριες μάχες ειχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», ελεγε το τηλεγράφημα.
Ενα ακόμα Ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.
«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ηταν ο τίτλος μιας αλλης είδησης.
Υστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές εκπαιδευτικών, μιά απαγωγή, ενα βιασμό, τρείς αυτοκτονίες. Οι δυό, για οικονομικούς λόγους. Δυό νέοι, 30 και 32 χρονών. Ο πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.
Αλλού ειδε κριτική για ενα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθές παρά τώ κυρίω και τή κυρία Μ. Τ. Χάρμα ευμορφίας και κομψότητος η κυρία Β. Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ πολύ σικ. Ελεγκάντικη εμφάνισις η δεσποινίς Ο. Ν.»
Αναψε κι αλλο τσιγάρο. Εριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτρού πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον εις β΄ όροφον, ευάερον, ευήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στο νού του.
Απο τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αιμα χυνότανε, στην Κορέα χτές, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο...
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του· ειχε ιδρώσει, κι ομως δεν έκανε ζέστη.
..................
Σουρούπωνε. Μερικά φώτα ειχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν ειχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε ετσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση...
Δεν εφταιγε η εφημερίδα που εκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε ολα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται απο μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που εχει μπεί στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, ειδε το πρόσωπό του. Ενα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που ειχε μέσα του.
Ειχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και ειχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναί, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πώς ήτανε χωρίς ελπίδα.
Μια σειρά απο διαψεύσεις ελπίδων ηταν η ζωή του. Ειχε ελπίσει τότε...
Ειχε ελπίσει ύστερα...
Κάποτε, πριν απο χρόνια, ειχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν ειχε ελπίδα σε καμμιά ιδεολογία !
Ζήτησε ενα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψευση απο τις λογής-λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω απο τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.
..................
Στις εξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός, ήτανε τώρα ενας άνθρωπος που δεν εχει ελπίδα.
Θυμήθηκε, πριν απο χρόνια, ητανε παιδί ακόμα, ειχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ηρθε ο γιατρός· βγαίνοντας απο το δωμάτιο τής άρρωστης, ειπε με επίσημο ύφος:
Δεν υπάρχει πλέον ελπίς !
Ετσι κι αυτός, τώρα, ειχε φτάσει στο σημείο να λέει:
- Δεν υπάρχει πλέον ελπίς !
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Ειχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι αλλοι απο το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν εχει ελπίδα! » Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να ειχε ενα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους...
Σκέφτηκε τα διηγήματα που ειχε γράψει, δίνοντας ετσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Αγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία... Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε ! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Οχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα ! Αυτός ηταν ενας ανθρωπος, τίποτε αλλο. Ουτε αριστερός, ουτε δεξιός. Ενας άνθρωπος που ειχε ελπίσει αλλοτε, και τώρα δεν εχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πεί αυτό. Βέβαια, αλλοι θαχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να΄χουν.
Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζήπ εν καλή καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός...
Εβγαλε την ατζέντα του, εκοψε ενα φύλλο κι εγραψε με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς...
Υστερα πρόσθεσε το ονομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ηθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπεί οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο....

Αντώνης Σαμαράκης

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Το Χρώμα Του Φεγγαριού

Τα χρώματα

- Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγγαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλέ.
- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
- Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
- Τί χρώμα έχει η χαρά;
- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
- Και η μοναξιά;
- Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξεδί.
- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
- Το αστέρι έκλεισε τα ματια του και ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
- ...Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού,απάντησε το δέντρο.
- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι ... Κοίταξε μακριά στο κενό ... Και δάκρυσε ...
Ζω ...
- Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;
- Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια. Μήν αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα απo τα δάκτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ' αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησέ το!
Συγχωρώ!
- Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιεί μια γουλιά νερό. Σ' αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη στην απόγνωση. Κι εσύ, θα 'ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή σου. Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι' αυτό το τέλος του κόσμου! Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα. Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Aντε στην υγειά σου!
Ελπίζω!
- Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πιστεψέ με. Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ' αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι απο την αρχή. Τωρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Ένας γερο-ξεκούτης είμαι. Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει. Προχώρα όρθιος όμως. Έτσι; ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ....
- Aυριο θα 'ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα. Δεν ξέρω τιποτ' άλλο να σου πω, Έζησα τόσα χρόνια σ'αυτή τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου. Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζείς μέσα στη γυάλα, απο φόβο μην πληγωθείς; Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να 'χεις το θάρρος να λές: Με γεια μου με χαρά μου. Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζείς. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα τις αναμνήσεις σου και προχώρα... Μια περιπλάνηση είναι το διάβα μας σ' αυτό το κόσμο. Μια περιπλάνηση ανάμεσα ουρανού και γής. Aντε να πιούμε και το τελευταίο. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο. Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές. Αλλιώς, πώς θα θυμάμαι το χαμόγελο αυτηνής της κακούργας της Μελπομένης;
Ποιός είναι ο δυνατός;
- Ποιός είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
- Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι. Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή, μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
- Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!
 ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
«Πρόσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ' ένα λουλούδι στο χέρι. Μπορεί να γονατίζεις, να σέρνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χάλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς. Τ' αγάλματα μόνο δε λυγάνε».
Ονειρεύονται... και ελπίζουν...
- Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στ' αστέρι του.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
- Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
- Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
- Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγεί ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται...
- Σε λίγο θα ξημερώσει... Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται... Ονειρεύονται και ελπίζουν..

Το Χρώμα του Φεγγαριού - Αλκυόνη Παπαδάκη
Πηγή: http://paramythimythiko.pblogs.gr/pages/2.html