‘’ Και τί με νοιάζει στ’ αλήθεια αν δεν καταλαβαίνεις τίποτε από όλ’ αυτά ; Τι με νοιάζεις εσύ, αν θα χαθείς ή όχι εκεί κάτω; Το καταλαβαίνεις πόσο θα σε μισήσω τώρα, επειδή βρέθηκες εδώ και άκουσες; Γιατί ο άνθρωπος μια φορά μόνο στη ζωή του μπορεί ν’ ανοίξει έτσι την καρδιά του.
...
Τί άλλο θέλεις; Γιατί μετά απ’όλ’αυτά μένεις έτσι καρφωμένη εκεί για να με τυραννάς; Γιατί δε φεύγεις;’’ Τότε έγινε κάτι παράξενο.....
Η Λίζα, προσβεβλημένη κι εξευτελισμένη από μένα, κατάλαβε πολύ περισσότερα απ’ όσα περίμενα. Κατάλαβε εκείνο που μια γυναίκα καταλαβαίνει αμέσως όταν αγαπά ειλικρινά: πως ήμουν δυστυχισμένος. Η τρομαγμένη και προσβλημένη έκφραση του προσώπου της άλλαξε κι έγινε πονεμένη και γεμάτη έκπληξη. Τη στιγμή που έλεγα ότι ήμουν τιποτένιος και άνανδρος, το πρόσωπό της έτρεμε συσπασμένο. Θέλησε να σηκωθεί, να με κάνει να σωπάσω, κι όταν είχα τελειώσει, δεν πρόσεξε καθόλου τις φωνές μου:
’’Γιατί στέκεσαι εκεί; Γιατί δεν φεύγεις;’’
Αλλά κι αυτό-με μεγάλο πόνο ίσως-κατόρθωσα να το πω. Κι έπειτα ήταν τόσο ταπεινή η φτωχούλα. Νόμιζε τον εαυτό της απείρως κατώτερο από μένα. Μπορούσε να θυμώσει, να προσβληθεί;
Πετάχτηκε άξαφνα από το κάθισμά της από μιαν ακατανίκητη ορμή , και γέρνοντας πάνω μου, μην τολμώντας όμως από δειλία να κινηθεί, μου άπλωσε τα χέρια. Η καρδιά μου έγινε άνω κάτω. Ρίχτηκε τότε πάνω μου, μ’ αγκάλιασε απ’ το λαιμό με τα μπράτσα της κι αναλύθηκε σε δάκρυα. Δεν κατόρθωσα ούτε εγώ να κρατηθώ και ξέσπασα σε κλάματα, όπως ποτέ άλλοτε.
...
Δε θα σε συγχωρήσω ούτε για τα δάκρυά μου πριν λίγο, που δεν μπόρεσα να τα συγκρατήσω μπροστά σου, σαν καμιά καλή γυναικούλα πάνω στην ταραχή της. Μάλιστα, εσύ, εσύ μονάχα, είσαι υπεύθυνη για όλ’ αυτά, γιατί βρέθηκες εδώ, γιατί είμαι δειλός, γιατί είμαι ο πιο τιποτένιος, ο πιο γελοίος, ο πιο μίζερος, ο πιο ανόητος, ο πιο φθονερός απ’ όλα τα σκουλήκια της γης, που είναι καλύτερά μου επειδή δε δειλιάζουν ποτέ.
...
Η προσβολή είναι ένας εξαγνισμός , είναι ο πιο οδυνηρός και ο πιο καυτερός πόνος για να γνωρίσει κανείς τη πραγματικότητα. Αύριο θα λέρωνα την ψυχή της και θα κούραζα την καρδιά της. Μα η προσβολή δε θα σβήσει ποτέ από μέσα της , κι όσο και να είναι βρόμικη η λάσπη που την περιμένει, η προσβολή θα την εξυψώσει , θα την εξαγνίσει... με το μίσος.. Ίσως και με τη συγνώμη... Μα θα την ανακουφίσει αυτό; Αλήθεια, θέτω ένα μάταιο ερώτημα:τί είναι προτιμότερο; Η μέτρια ευτυχία ή ο υψηλός πόνος;
...
Σ’ όλη μου τη ζωή δεν μπόρεσα να αναπαραστήσω αλλιώτικα την αγάπη , και κατέληξα μάλιστα να πιστεύω καμιά φορά τώρα ότι αγάπη θα πει να έχεις το δικαίωμα να τυραννάς εκείνον που αγαπάς. Στα ονειροπολήματά μου κάτω στο υπόγειο φανταζόμουν τον έρωτα σα μια πάλη που αρχίζει από το μίσος και καταλήγει στην ηθική του υποταγή: δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα’ κανα κατόπιν το υποταγμένο πια αντικείμενο της αγάπης μου. Τι το απίστευτο σ’ αυτό , αφού ήμουν πια ψυχικά διεφθαρμένος;
Είχα ξεσυνηθίσει την πραγματική ζωή τόσο, ώστε να κατηγορώ το κορίτσι αυτό και να το ντροπιάζω πού ήρθε να ακούσει από μένα λόγια τρυφερά. Δεν είχα μαντέψει ότι δεν είχε έρθει καθόλου γι’ αυτό, αλλά για ν’ αγαπήσει, γιατί η αγάπη είναι η ανάταση της γυναίκας, η αναγέννηση, η σωτηρία, αδιάφορο απο ποιό χαμό: και πως δε μπορεί να ολοκληρωθεί αλλιώτικα.
Άλλωστε, δε τη μισούσα πια τόσο πολύ καθώς βημάτιζα πάνω κάτω στο δωμάτιο και κοίταζα από τη χαραμάδα του παραβάν. Μου ήταν απλώς ανυπόφορο το γεγονός ότι ήταν ακόμη εκεί. Ήθελα ‘’να μ’ αφήσει ήσυχο’’, ήθελα να μείνω μόνος στη τρύπα μου. ‘’Η πραγματική ζωή’’ , επειδή την είχα ξεσυνηθίσει, με πίεζε τόσο, που ανάσαινα με δυσκολία…
''Το υπόγειο'' - Φ.Ντοστογιέφσκι