Νομίζω οτι ήρθε η ώρα να μιλήσω για τον τραγουδοποιό, που έγινε το μουσικό μου αποκούμπι, που ήρθε με τις μουσικές του, τους στίχους του και την καλλιτεχνική του αξιοπρέπεια, να γλυκάνει και να ντύσει τις πιο όμορφες, αλλα και τις πιο πικρές στιγμές της ζωής μου.
Η γνωριμία μου με την μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου, υπήρξε ήρεμη, δειλή και διστακτική στην αρχή, μέχρι που σιγά σιγά, με μικρά βήματα, άρχισε να με κατακτά, να ρίχνει τις αμφιβολίες και τις καχυποψίες μου, να εισέρχεται στα πιο κρυφά και πολύτιμα δώματα της ψυχής μου... Σήμερα, η μουσική του, είναι πια το πιο οικείο μουσικό μου πανοφώρι, που το φορώ ξανά και ξανά, καθώς οι χειμώνες διαδέχονται ο ένας τον άλλο, δίχως ποτέ να το βαρεθώ, γιατί έχει πια μπλεχτεί με τις μέσα μου μελωδίες...
Απο την ''Αγία Νοσταλγία'' (Αγία νοσταλγία ανίκητο θεριό, έχεις κλείσει την καρδιά μου σε λαβύρινθο...)
στο ''Αερικό'' (Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό, που όλο θα δραπετεύει...),
Απο τον ''Αποσπερίτη'' (Κι εσύ αποσπερίτη μου, του δειλινού ταιριάζεις, άδολα είναι τα μάτια σου και μην τα κατεβάζεις...)
στο ''Απόψε'' (Απόψε το τραγούδι θα'ναι σαν προσευχή, θα είναι ελαιώνας σε ξεχασμένη γη. Απόψε το τραγούδι θα γίνει αγκαλιά, που θα χωράει κι εσένα κι ας είσαι μακριά...),
Απο τον ''Διάφανο'' (Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα, σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος.. κι ήρθε και κατακάθησε, πάνω μου σα σεντόνι, όλη της γης η σκόνη...Στου δειλινού την άκρη, δε βλέπεις όνειρα, αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα.. βλέπεις τον άνθρωπο μικρό, που τον πατάν στ'αλήθεια, τα πόδια του τα ίδια, τα πόδια του τα ίδια...)
στα ''Έρημα κορμιά'' (Έρημα κορμιά του χρόνου παιχνιδάκια, στον ύπνο σταυραετοί, στον ξύπνιο στρατιωτάκια, έρημα κορμιά αποταμιευτήρες, γι' αθάνατο νερό και γι' αφρισμένες μπύρες...),
''Κάτω απο το μαξιλάρι'' (Κάτω απ' το μαξιλάρι, είναι ένα βαθύ πηγάδι, που μέσα κατοικούν, οι ψυχές που σ' αγαπούν..Έρχονται και σε μένα, πρόσωπα λησμονημένα, άδεια και χλωμά, από πριν κι από μετά..)
να ''Μιλώ για σένα'' (Μιλώ με τις πηγές που ζούνε μοναχές και τους μιλώ για σένα, πως όταν με κοιτάς, σαν λες πως μ'αγαπάς, αγγέλοι φτερουγίζουν.. Και μ' απάντησαν: "Είναι χάρτινοι οι αγγέλοι.
Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς''...),
Απο τον ΄΄Ελάχιστο Εαυτό'' ( Σε λίγο όμως μια σκέψη ακατάβλητη του γαζώνει τα μυαλά, ιδρώνουνε τα χέρια του ξανά. Τον εμπρηστή τον αναγνώρισε -τι κι αν έφυγε σκυφτός- γιατί ήταν ο ελάχιστος εαυτός...)
στον ΄΄Τρυγητή'' (Θέλω να πω στους βάρβαρους και στους ειδωλολάτρες, πως έχω βάρος και Θεό και γι' αυτονών τις πλάτες. Θεό που κάθεται στη γη -ξέρω τη γειτονιά του-που 'χει την αυταρέσκεια και δε θωρεί μπροστά του. Μα σαν θα 'ρθει ο τρυγητής, θα βρει τη γιατρειά του...),
''Όταν χαράζει'' (Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός, βγαίνει απ' τα πιο σφιγμένα χείλη. Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά, ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει. Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος,
η χαραυγή θα σε ξεκάνει. Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά, κι έχει τον ήλιο τον αλάνη..)
να θυμάσαι την ''Παλιά πληγή''(Βαθιά πληγή, παλιά πληγή,πες μου τι να κοιτάξω, να μπω σε κόσμο σκοτεινό ή πάλι να αγκαλιάσω.. Αγαπημένα πρόσωπα, αγαπημένα μάτια, έρχονται σαν τα κύματα
και αφήνουν κατακάθια..),
Απο τον ''Σαν Μικέλε'' ( Δε μ' αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό, τα δάκρυά μου δεν σας λένε κάτι.
Λοιπόν, διηγηθείτε μου τι έγινε εδώ, να βρω ξανά του νήματος την άκρη.. Αν συνεχίζουν πείτε μου κοιτώντας τη φωτιά, οι άνθρωποι να κάθονται στις φτέρνες, και αν οι ομορφότερες γυναίκες στα κρυφά, κάτω από τη γλώσσα εκτρέφουν σμέρνες...)
στον ''Πεχλιβάνη'' (Μια νύχτα θα 'ρθει από μακριά, βρε αμάν αμάν, αέρας Πεχλιβάνης, να μην μπορείς να κοιμηθείς, βρε αμάν αμάν, μόλις τον ανασάνεις...),
''Σαν παιδί'' (Παραδομένος κι απόλυτος μαζί, Η ανάσα είναι σαν πριόνι..Κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή, φωτιά και χιόνι...)
να φτάνω ''Στην Αμερική'' (Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει, που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει...),
Απο την ''κοιλάδα των Τεμπών'' (Πίνει απ' το θολό νερό, του ποταμού το ιερό, Πίνει κι απλώνει ρίζωμα, βαθιά μέσα στα ανείπωτα...)
''Στις χαραυγές ξεχνιέμαι'' ( Mάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο, μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά και της σιωπής τον πλούτο...),
Απο τον ''Στυλίτη'' (Πάνω στο λευκό σου το λαιμό,πέφτει πυκνό το χιόνι, Πάνω στο λευκό λαιμό,
χέρι ζεστό ζυγώνει..Φέρνει τα πέντε δάκτυλα, φέρνει τα δέκα χάδια, Φέρνει και σώμα δύστροπο
που έμαθε στα σκοτάδια..)
στον ''Τειρεσία'' (Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει, πως πίνει απ' το πηγάδι το σκοτεινό, που ότι τον κατατρώει ανάγκη το 'χει κάνει ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί..),
έκανα τις πιο αξέχαστες μουσικές πορείες μου, βάδισα πάνω σε πετούμενα στιχάκια, αιωρήθηκα μέσα σε μελωδικούς στροβιλισμούς για να καταλήξω σε αυτό που πάντοτε ήξερα: πως η μουσική είναι ένα απο τα θαύματα του Θεού που δόθηκαν στον άνθρωπο, για να θυμάται να μιλά με την ψυχή του, όταν η λογική σκεπάζει την φωνή της...
Όπως λέει και ο ίδιος σε συνένευξή του:
''Η τέχνη δεν υπάρχει για να κατανοούμε,αλλά για να βιώνουμε. Η ζωή είναι γεμάτη μυστήριο. Και η τέχνη, ως η σπουδαιότερη έκφανση της ζωής, έρχεται να αναδείξει αυτό το μυστήριο, να το γλυκάνει και να το κάνει βιώσιμο συναίσθημα για τους αποσβολωμένους ανθρώπους.Μπορεί συχνά να μην είναι κατανοητά τα στιχάκια μου αλλά δεν πάσχουν από ασάφεια. Οι εικόνες εντυπώνονται καθαρές στο μυαλό των ανθρώπων. Κι εκεί εγώ σταματάω και παίρνει τη σκυτάλη ο ακροατής. Δεν του έχω δώσει έναν μονόδρομο... Του παρέχω περισσότερους βαθμούς ελευθερίας... ώστε να βάλει τον εαυτό του στην περιπέτεια, να συν-κινηθεί.''
Σ.