
Έκλαιγε κ’ ένα κοριτσάκι κοντά σου πάνω σε μια κόκκινη πολυθρόνα, σιγά – σιγά κι αυτό. Φορούσε βελουδένια βυσσινιά ρόμπα και τόνα ποδαράκι του ήταν ξακάλτσωτο. Εγώ στο τέλος βάλθηκα να βλέπω τάχα με μεγάλη προσοχή αυτό το γυμνό ποδαράκι. Παρακολούθησες τη ματιά μου και τράβηξες ένα πανεράκι πλεγμένο από φύλλα καλαμποκιάς. Απ’ εκεί έβγαλες άλλο ένα καλτσάκι και πολεμούσες να το περάσεις στο πόδι του παιδιού.
- Μα αυτή η κάλτσα είναι άλλο χρώμα, είπα, και χαμογελούσα ηρωικά.
Η φωνή μου έτρεμε.
Εσύ τότες ξαφνικά άφησες το καλτσάκι μισοκρεμασμένο στο πόδι του παιδιού, μ’ αγκάλιασες σφιχτά κι άρχισες να κλαις ασυγκράτητα. Εγώ δεν έκλαψα. Μονάχα ένας κόμπος ανέβαινε ως το λαρύγγι μου και τον κατάπινα με πείσμα. Κρέμασα το ντουφέκι στον ώμο κ’ έφυγα σκυφτός. Ήμουνα βαρύς από θλίψη, ξιππασμένος από τη δύναμη της ανδρείας μου.
Η φωνή μου έτρεμε.
Εσύ τότες ξαφνικά άφησες το καλτσάκι μισοκρεμασμένο στο πόδι του παιδιού, μ’ αγκάλιασες σφιχτά κι άρχισες να κλαις ασυγκράτητα. Εγώ δεν έκλαψα. Μονάχα ένας κόμπος ανέβαινε ως το λαρύγγι μου και τον κατάπινα με πείσμα. Κρέμασα το ντουφέκι στον ώμο κ’ έφυγα σκυφτός. Ήμουνα βαρύς από θλίψη, ξιππασμένος από τη δύναμη της ανδρείας μου.
Στρατής Μυριβήλης ''Η ζωή εν τάφω''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου